- δαυλί
- το1. μικρός δαυλός2. φρ. «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα» — για όσους μιλούν ασυνάρτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < *δαυλίον, υποκοριστικό τού μσν. δαυλός (πρβλ. γαστρίον-γαστρί, δαυκίον-δαυκί, καρφίον-καρφί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαυλί — το κομμάτι ξύλου μισοκαμένο: Έβαλε φωτιά στα κούτσουρα με το αναμμένο δαυλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαυλάκι — το [δαυλί] μικρό δαυλί … Dictionary of Greek
δαυλόξυλο — το το δαυλί … Dictionary of Greek
τιτίς — ίδος, ἡ, ΜΑ 1. μικρό πτηνό, νεοσσός που τιτίζει 2. το γυναικείο αιδοίο 3. δαυλί, μισοαναμμένο ξύλο μσν. (κατά τον Ψελλ.) «τιτίδας φλέβας λέγουσι τὰς περὶ τὴν καρδίαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τιτίζω*] … Dictionary of Greek
δαυλός — ο το δαυλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)